28 Φεβ 2012

Μια φορά κι έναν καιρό......


‎''..Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα θηλυκό περιστέρι, που ζούσε σε μία μεγαλούπολη. Το όνομα της κυρίας περιστέρας, ήταν Αγάπη. Η Αγάπη, πετούσε πάνω από τις πολυκατοικίες και τον θόρυβο της πόλης. Πάνω από εκατοντάδες αυτοκίνητα και πολύ καυσαέριο. Ανάμεσα σε κορναρίσματα και φωνές. Οι κίνδυνοι που αντιμετώπιζε, ήταν αρκετοί. Αλλά, εκείνη ήταν πανέξυπνη και μπορούσε να προφυλάσσει τον εαυτό της...Καθώς πλησίαζε ο καιρός που θα γινόταν μαμά, της πέρασε από το μυαλό να εγκαταλείψει την πόλη και να πάει ζήσει στην εξοχή. Σκεφτόταν, ότι θα ήταν ωραίο να μεγαλώσουν τα παιδάκια της στην φύση και να πετάνε πάνω από πολύχρωμα ευωδιαστά λουλούδια. Όμως, από την άλλη, δεν μπορούσε να φύγει μακριά από την οικογένειά της και τους φίλους της, που τόσο αγαπούσε. Έτσι, η σκέψη της εξοχής, πέταξε μακριά…Λίγο καιρό πριν τα μικρά περιστεράκια έρθουν στον κόσμο, η Αγάπη έψαχνε να βρει ένα ασφαλές μέρος γα να εγκατασταθεί. Πετούσε από εδώ, πετούσε από εκεί, σε διάφορες γειτονιές, ώσπου βρήκε ένα δέντρο μπροστά από μία πολυκατοικία.
«Να! Εδώ θα φτιάξω την φωλιά για τα μικρά μου», σκέφτηκε.
Η Αγάπη, πηγαινοερχόταν στο δέντρο χαρούμενη έχοντας στο ράμφος της διάφορα λεπτά κλαράκια. Με αυτά, έχτιζε το πρώτο σπιτάκι των παιδιών της και ήταν τόσο υπερήφανη. Σε λίγη ώρα, η φωλιά – που έμοιαζε με ψάθινο καλοσχηματισμένο καλάθι – υποδεχόταν δύο στρογγυλά άσπρα αυγουλάκια. Η περιστέρα, ένιωσε μεγάλη ανακούφιση που πήγαν όλα καλά. Αυτό που έπρεπε να κάνει για λίγο καιρό, ήταν να κάθεται επάνω στα αυγά και να τα ζεσταίνει. Οι μέρες περνούσαν κι εκείνη ανυπομονούσε να σπάσουν τα αυγά για να αγκαλιάσει τα παιδάκια της με τις φτερούγες της. Πέρασε, λοιπόν, η πρώτη εβδομάδα με την περιστέρα εκεί, πάνω από τα άσπρα αυγά. Ένα ήρεμο μεσημέρι, προς το τέλος της δεύτερης εβδομάδας, άκουσε έναν περίεργο ήχο πάνω που πήγαινε να την πάρει ο ύπνος. «Κράκ-κράκ» και μετά άλλο ένα «κρακ-κρακ», λίγο πιο έντονο από το πρώτο. Σηκώθηκε αμέσως επάνω και τότε αντίκρισε τα δύο μικρά της, που μόλις είχαν βγει από τα αυγά, να την κοιτάζουν στα μάτια. Η Αγάπη, άνοιξε με μιας τις φτερούγες της και αγκάλιασε με όλη της την στοργή τα παιδιά της. Ήταν τόσο ευτυχισμένη! Εκείνη την ώρα, το δέντρο ένιωσε την ευτυχία και με μιας πέταξε ολοκαίνουργια άνθη!
«Δεν ξέρεις πόσο χαρούμενο με έκανες που διάλεξες να χτίσεις την φωλιά σου στα κλαδιά μου και να γεννηθούν εδώ τα μικρά σου», είπε το δέντρο στην περιστέρα, «Αυτά τα άνθη, είναι δώρο για εσάς. Γιατί, σήμερα, γιορτάζω κι εγώ μαζί σας».
Η περιστέρα, άκουγε τα λόγια του δέντρου γεμάτη έκπληξη.
«Εεεε, είναι η πρώτη φορά που μου μιλάει ένα δέντρο»,
του απάντησε,
«Δεν ήξερα ότι μπορεί να συμβεί αυτό, αλλά είναι τόσο όμορφο.
Σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και ακόμα πιο πολύ σ’ ευχαριστώ που σήμερα γιορτάζεις κι εσύ για την χαρά μου».
«Από εδώ και στο εξής, σου υπόσχομαι ότι θα μοιράζομαι τα πάντα μαζί σου. Και τις χαρές και τις στιγμές τις δύσκολες.
Εγώ θα είμαι εδώ για σένα και τα περιστεράκια σου», της είπε - όλο ειλικρίνεια - το δέντρο.
Ο διάλογος τους, σταμάτησε κάπως απότομα, καθώς η Αγάπη έπρεπε να φροντίσει τα πεινασμένα μωρά της. Αφού απομάκρυνε τα τσόφλια από την φωλιά, τους εξήγησε ότι θα πρέπει να φύγει για λίγο για να πάει να τους βρει τροφή. Έτσι, τους είπε να μην ανησυχούν. Μόλις τα μικρά είδαν την μαμά τους να απομακρύνεται από κοντά τους, για πρώτη φορά, άρχισαν να βάζουν τα κλάματα. Τότε το δέντρο, που δεν ξέχασε την υπόσχεσή που έδωσε στην περιστέρα, ζήτησε την βοήθεια ενός φίλου του.
«Αεράκι μου, σε παρακαλώ! Αν μ’ ακούς, φύσα αν μπορείς απαλά για λίγο!».Ούτε λεπτό δεν πέρασε και το αεράκι φύσηξε απαλά. Τότε, τα φύλλα του δέντρου άρχισαν να θροΐζουν και μια γλυκιά μελωδία σκόρπισε τριγύρω. Τα δύο περιστεράκια σταμάτησαν να κλαίνε και τώρα προσπαθούσαν να τραγουδήσουν. Μετά από λίγο, έφτασε και η μαμά τους με το φαγητό. Όταν τα είδε να είναι χαρούμενα και να τραγουδάνε, κατάλαβε τι είχε συμβεί και ένιωσε ευγνωμοσύνη προς το δέντρο.
«Σ’ ευχαριστώ», του είπε και το δέντρο συνέχισε να χαρίζει την μελωδία του. Η περιστέρα άρχισε να ταΐζει τα μικρά και αυτά έδειχναν να απολαμβάνουν το φαγητό που τους πήγε η μαμά τους.
«Να φάτε όλο το φαγητό σας παιδάκια μου, για να μεγαλώσουν τα φτερά σας και να πετάμε όλοι μαζί δίπλα-δίπλα».
Έτσι τους έλεγε κάθε φορά που τα τάιζε.
Οι μέρες περνούσαν και τα περιστεράκια άρχισαν να μεγαλώνουν. Αρχικά, σηκώθηκαν από την φωλιά τους και έκαναν δειλά-δειλά τα πρώτα τους βήματα. Αργότερα, η περιστέρα τα έμαθε να περπατούν με σιγουριά επάνω στα κλαδιά του δέντρου. Αλλά, δεν ήταν ακόμα έτοιμα για να πετάξουν και η μαμά τους, τους έλεγε να μην στενοχωριούνται καθώς δεν είχε έρθει ακόμα η στιγμή για να ανοίξουν τα φτερά τους στον αέρα. Μάλιστα, τους τόνιζε ότι θα πρέπει να μάθουν να έχουν υπομονή, γιατί το κάθε πράγμα γίνεται στον καιρό του. Και αυτά, την άκουγαν προσεκτικά σε ό,τι τους έλεγε. Μια μέρα, όμως, που η περιστέρα έψαχνε να βρει φαγητό για να πάει να ταΐσει τα παιδιά της, τραυμάτισε σοβαρά, σε ένα άγριο κλαδί, το ένα της φτερό και δεν μπορούσε να πετάξει. Προσπαθούσε ξανά και ξανά, αλλά τίποτα.
«Και τώρα, τι θα κάνω;», σκέφτηκε. «Θέλω να πάω στα παιδιά μου», έλεγε και ξανάλεγε κλαίγοντας…Τα περιστεράκια, βλέποντας ότι η μαμά τους αργούσε να φανεί, άρχισαν να ανησυχούν. Αλλά, το δέντρο και οι φίλοι του φρόντισαν να τους διώξουν κάθε ανησυχία και τα πρόσεχαν.
«Πεινάμε!», έλεγαν τα περιστεράκια.
Και το δέντρο φώναζε τον φίλο του το αεράκι για να του κουνήσει απαλά τα κλαδιά και να πέσουν καρποί για να τους φάνε τα μικρά και να χορτάσουν.
«Διψάμε!», έλεγαν άλλοτε.
Και το δέντρο, με μιας καλούσε σε βοήθεια.
«Καλέ μου φίλε συννεφάκι, σε παρακαλώ, στείλε το νερό σου».
Και τότε άρχιζε να ψιχαλίζει και τα περιστεράκια ξεδιψούσαν.
Όταν ρωτούσαν το δέντρο αν ξέρει να τους πει που είναι η μαμά τους, εκείνο προσπαθούσε να τα καθησυχάσει…Η πληγή της περιστέρας, εν τω μεταξύ, δεν είχε κλείσει ακόμα και όσο κι αν προσπαθούσε να πετάξει, αυτό ήταν αδύνατον. Είχε αδυνατίσει, γιατί δεν έτρωγε και όλο έκλαιγε που δεν μπορούσε να πάει κοντά στα παιδιά της. Μία καρδερίνα, που άκουσε το κλάμα της, την πλησίασε.
«Τι σου συμβαίνει και κλαις;», την ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον.
Η περιστέρα Αγάπη, της είπε όλη την ιστορία και η καρδερίνα συγκινημένη, της απάντησε
«Μη στεναχωριέσαι. Θα περιποιηθώ εγώ την πληγή σου, μέχρι να γίνεις καλά. Σκούπισε τα δάκρυά σου κι εγώ πάω να σου βρω τροφή για να φας και να δυναμώσεις».
Όταν η καρδερίνα επέστρεψε, η περιστέρα ήταν αισιόδοξη ότι θα γίνει γρήγορα καλά.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ για την βοήθειά. Πως μπορώ να στο ξεπληρώσω;», της είπε.
«Δεν χρειάζεται να μου το ξεπληρώσεις. Δε το κάνω για να έχω αντάλλαγμα. Θα είμαι ευτυχισμένη αν γίνεις καλά και καταφέρεις να πας στα παιδιά σου. Αλήθεια σου λέω», απάντησε η καρδερίνα.
«Μα, εμείς δεν γνωριζόμαστε καν κι εσύ ενδιαφέρεσαι τόσο πολύ για μένα. Ούτε το όνομά σου δεν ξέρω. Εμένα με λένε Αγάπη. Εσένα;»
«Εμένα με λένε Ανιδιοτέλεια», της είπε και συνέχισε να της φροντίζει την πληγή.
Η Αγάπη, μιλούσε συνεχώς για τα παιδιά της στην Ανιδιοτέλεια και της έλεγε πόσο πολύ της λείπουν. Πλησιάζαν δέκα μέρες που ήταν μακριά τους. Η καρδερίνα, την κοίταξε με κατανόηση και, τότε, ακούστηκε δυνατά ένα μπουμπουνητό. Στην συνέχεια, ακούστηκε άλλο ένα πιο μεγάλο από το πρώτο και, μετά, ξέσπασε καταιγίδα. Η περιστέρα ανασηκώθηκε και φώναξε
«Τα παιδιά μου! Πρέπει να πάω στα παιδιά μου! Είναι μόνα τους και απροστάτευτα».
Έκανε να πετάξει, αλλά έπεφτε ξανά και ξανά.
«Μα που πας; Το φτερό σου είναι ακόμα πληγωμένο. Είμαι σίγουρη, ότι το δέντρο – για το οποίο μου μίλησες – θα τα φροντίζει».
Όντως. Η καρδερίνα είχε δίκιο. Το δέντρο, που δεν ξεχνούσε ποτέ την υπόσχεση που είχε δώσει– μαζί και στις χαρές και στις στιγμές τις δύσκολες – κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να κρατήσει σταθερά τα κλαδιά του και να μην κουνιούνται από την δυνατή βροχή και τον αέρα. Αν δεν το έκανε, τα περιστεράκια – που δεν μπορούσαν να πετάξουν – θα έχαναν την ισορροπία τους, θα έπεφταν κάτω και θα τραυματίζονταν. Το μόνο που δεν μπορούσε να κάνει, όμως, ήταν το να τα προστατεύσει από το να βραχούν. Τα δυο μικρά, που είχαν γίνει μούσκεμα, ακουμπούσαν γερά το ένα πάνω στο άλλο και τουρτούριζαν.

«Πρέπει να βρω και θα βρω τη δύναμη για τα παιδιά μου και θα πετάξω», είπε αποφασιστικά η μαμά περιστέρα στην Καρδερίνα.
«Τώρα, με χρειάζονται περισσότερο από ποτέ. Σ’ ευχαριστώ για όλα, μέσα από την καρδιά μου, Ανιδιοτέλεια».
Με τη δύναμη της θέλησης και με την σκέψη των παιδιών της, η περιστέρα κατάφερε να ανοίξει τα φτερά της και πέταξε ψηλά. Ακόμα κι αν η πληγή της δεν είχε κλείσει ακόμα…
Μέσα στο σκηνικό της δυνατής βροχής, η μαμά περιστέρα φάνηκε να πετάει κατευθυνόμενη προς το δέντρο.
«Η μανούλα, η μανούλα», φώναξαν τα περιστεράκια.
Εκείνη, πλησίασε τα παιδιά της, έκατσε ανάμεσά τους και άνοιξε διάπλατα τις φτερούγες της πάνω από τα κεφαλάκια τους για να τα προστατέψει, ώστε να μην βραχούν περισσότερο. Ήταν και πάλι όλοι μαζί. Και ήταν ευτυχισμένοι.
Μετά από λίγο, η βροχή σταμάτησε και το δέντρο δάκρυσε από την χαρά του, για την μητρική αγάπη της φίλης του περιστέρας. Τα δάκρυά του, έτρεχαν από τα φύλλα του μαζί με τις τελευταίες στάλες της βροχής.
«Σ’ ευχαριστώ για όλα δέντρο», είπε η Αγάπη. «Μόνο που δεν ξέρω ακόμα το όνομά σου».
Και το δέντρο απάντησε λυπημένο, «Δεν έχω όνομα...».
Η περιστέρα, έμεινε για λίγο σκεφτική και μετά ζήτησε από το δέντρο να της διηγηθεί πως τα κατάφερε με την καταιγίδα.
Τότε, αυτό της απάντησε
«Δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Όταν ήρθες εσύ, Αγάπη, στα κλαδιά μου, κατάλαβα πως όλα γίνοται πιο εύκολα και όλα ξεπερνιούνται. Όσο δυνατή κι αν είναι η βροχή, όσο μεγάλη κι αν είναι οποιαδήποτε δυσκολία».
«Το βρήκα!», του είπε ενθουσιασμένη.
«Βρήκα το όνομα που σου ταιριάζει. Από τώρα και στο εξής θα σε λένε Αισιοδοξία!».
Εκείνη τη στιγμή, βγήκε ο ήλιος και μετά ένα ουράνιο τόξο πρόβαλλε στον ουρανό. Η περιστέρα χαμογέλασε και είπε στα παιδιά της
«Νομίζω πως ήρθε πια η ώρα για να σας μάθω να πετάτε!».
«Αλήθεια μανούλα; Που θα μας πας;», ρώτησαν εκείνα.
«Τι θα λέγατε, στην πρώτη σας βόλτα, να πάμε να σας γνωρίσω μια καλή μου φίλη, την Ανιδιοτέλεια;».
«Ναι!!!!», είπαν με μια φωνή τα μικρά και συμπλήρωσαν
«Μα, τι σημαίνει Ανιδιοτέλεια μανούλα;».
«Πάμε και θα σας εξηγήσω στη διαδρομή», τους απάντησε με φωνή γεμάτη στοργή.
Καθώς απομακρύνονταν τα περιστέρια, το δέντρο κουνούσε - χαμογελώντας - τα φύλλα του. Ήταν ευτυχισμένο, που είχε πλέον όνομα κι εκείνο….Μετά από λίγους μήνες, κάποιοι άνθρωποι πήγαν στην γειτονιά για να ξεριζώσουν το δέντρο.
«Μα δεν γίνεται να το κάνουν αυτό στο δέντρο Αισιοδοξία», φώναξαν οι φίλοι του το αεράκι, το σύννεφο και τα περιστέρια. «Κάτι πρέπει να κάνουμε», είπαν.
Τότε, το δέντρο άκουσε τους φίλους του και τους είπε ψιθυριστά να μην ανησυχούν. Χωρίς να χάσει το κουράγιο του καθόλου, τους έδωσε οδηγίες για το τι έπρεπε να κάνουν και τους ευχαρίστησε.
Καθώς οι άνθρωποι απομάκρυναν το δέντρο, οι φίλοι του ακολούθησαν πιστα τις οδηγίες που τους είχε δώσει λίγο πριν. Το αεράκι φύσηξε απαλά και τότε έπεσε ένας σπόρος.
Η περιστέρα Αγάπη πλησίασε τον σπόρο, τον έπιασε με το ράμφος της και τον φύτεψε.
Μετά, ανέλαβε δουλειά το συννεφάκι. Πήγε και έκατσε πάνω από τον σπόρο και κάθε τόσο του έριχνε νερό για να ποτίζεται….Οι φίλοι του δέντρου, περίμεναν με αγωνία ώσπου μια μέρα, άρχισε να ξεπροβάλλει ένα μικρό βλαστάρι. Και μετά από λίγο καιρό, το βλαστάρι έγινε δεντράκι. Τότε, η περιστέρα γύρισε και είπε χαρούμενη.
«Είδατε, τελικά, πόσο δυνατή είναι η αισιοδοξία; Να γιατί διάλεξα αυτό το όνομα για το δέντρο...»….Αμέσως, στήθηκε γλέντι μεγάλο με όλους τους φίλους να τραγουδούν και να χορεύουν γύρω από το δέντρο. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!!!!!!..''..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου